ΠΡΟΛΗΨΗ


1. Η διαχρονική εξέλιξη της πρόληψης της ουσιοεξάρτησης στην Ελλάδα


Η ιστορία της πρόληψης της ουσιοεξάρτησης στο γενικότερο πλαίσιο της προαγωγής και αγωγής υγείας ξεκίνησε στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του ’80 με την πιλοτική εφαρμογή των πρώτων προγραμμάτων πρόληψης από την Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια από το ΕΠΙΨΥ.

Τα προγράμματα αυτά ξεκίνησαν στο πλαίσιο ενός διακρατικού ευρωπαϊκού προγράμματος, υπό το συντονισμό του Συμβουλίου της Ευρώπης, της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Council of Europe 1982, 1984). Σκοπός ήταν η πρόληψη της χρήσης ψυχοδραστικών ουσιών μέσω μιας ευρύτερης προσέγγισης, η οποία αποσκοπούσε στην ανάπτυξη υπεύθυνης συμπεριφοράς και δεξιοτήτων που προασπίζουν την υγεία (σωματική, ψυχική, κοινωνική).

Τα προγράμματα έδιναν έμφαση στη βελτίωση της εικόνας του εαυτού, στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησης, στη βελτίωση των διαπροσωπικών σχέσεων και στην ανάπτυξη γνώσεων, στάσεων και δεξιοτήτων που επιτρέπουν υπεύθυνες επιλογές και προάγουν την υγεία (Κοκκέβη 1988, Κοκκέβη και συν. 1988).

Παράλληλα, σε τοπικό επίπεδο άρχισαν να αναπτύσσονται πρωτοβουλίες με στόχο την πρόληψη των εξαρτησιογόνων ουσιών, ενώ η πρώτη συστηματική προσπάθεια σε εθνικό επίπεδο για την πρόληψη ξεκίνησε το 1995 από τον ΟΚΑΝΑ με το σχεδιασμό και την ίδρυση των πρώτων Κέντρων Πρόληψης ανά την Ελλάδα (http://www.okana.gr).


2. Βασικές έννοιες

Η έννοια της πρόληψης αναφέρεται στο σύνολο των μέτρων πριν από την εκδήλωση μιας συμπεριφοράς. Η πρόληψη της ουσιοεξάρτησης αφορά την αντιμετώπιση των παραγόντων που κάνουν ευάλωτο το άτομο και την ενίσχυση των παραγόντων που το ενδυναμώνουν και το προστατεύουν, συμβάλλοντας στην αποφυγή ή στην αναβολή της έναρξης της χρήσης ουσιών και της εμφάνισης της εξάρτησης (Botvin & Griffin 2007, IOM 1994).


Στο πλαίσιο αυτό, η πρόληψη της ουσιοεξάρτησης δεν εξαντλείται στην παροχή πληροφοριών. Αξιοποιεί εκπαιδευτικές διαδικασίες με μεθόδους αλληλεπίδρασης και ενεργού μάθησης με στόχο όχι μόνο την αύξηση των γνώσεων αλλά και την ενδυνάμωση, την υποστήριξη και την εκπαίδευση των ατόμων ώστε να υιοθετήσουν μια θετική στάση ζωής και να αναπτύξουν δεξιότητες που συνδέονται με την πρόληψη (Botvin & Botvin 1992· Botvin & Griffin 2007· Hawkins· Catalano & Miller 1992· IOM 1994· Petraitis· Faly & Miller 1995).


Εκτός από τις δομημένες δράσεις (παρεμβάσεις) που στοχεύουν στην υποστήριξη και στην εκπαίδευση των ατόμων στο πλαίσιο της φιλοσοφίας της αγωγής υγείας, η πρόληψη περιλαμβάνει επίσης τα μέτρα και τις στρατηγικές που στοχεύουν στη μεταβολή του άμεσα σχετιζόμενου κοινωνικού, πολιτισμικού, φυσικού και οικονομικού πλαισίου, συνυπολογίζοντας ένα σύνολο παραγόντων που επηρεάζουν τη χρήση ουσιών από τα άτομα και όχι μόνο βάσει προσωπικών τους χαρακτηριστικών και επιλογών.


3. Τύποι παρεμβάσεων πρόληψης

Σύμφωνα με παλαιότερη και πολύ διαδεδομένη τυπολογία, η πρόληψη διακρινόταν σε τρία επίπεδα: πρωτογενής, δευτερογενής και τριτογενής (Caplan 1964· Cowen 1983).

- Η πρωτογενής πρόληψη αναφέρεται στις παρεμβάσεις πριν από την εκδήλωση ενός προβλήματος ή φαινομένου, που στοχεύουν στο να εμποδίσουν ή να καθυστερήσουν την επαφή των νέων με τις ουσίες.


- Η δευτερογενής πρόληψη αποσκοπεί στη μείωση της επικράτησης του προβλήματος μέσω της έγκαιρης διάγνωσης των ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο ή των ατόμων που βρίσκονται σε πειραματική φάση με τις ουσίες.


- Η τριτογενής πρόληψη περιλαμβάνει τις παρεμβάσεις για τη μείωση της σοβαρότητας ενός προβλήματος και των συνεπειών του. Λόγω των δυσκολιών διαχωρισμού των παρεμβάσεων σύμφωνα με αυτή την τυπολογία (Offord 2000), οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται πλέον από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα όλο και λιγότερο και αντικαταστάθηκαν με πιο λειτουργικές έννοιες.


Το 1994 το Institute of Medicine (IOM 1994) εισηγήθηκε ένα καινούριο πλαίσιο για την ταξινόμηση της πρόληψης σε καθολική (παρεμβάσεις στο γενικό πληθυσμό), επικεντρωμένη (εστιασμένες παρεμβάσεις σε συγκεκριμένες ευάλωτες ομάδες) και ενδεδειγμένη (εξατομικευμένες παρεμβάσεις), έννοιες που είχαν εισαχθεί νωρίτερα (Gordon 1987). Οι όροι και οι ορισμοί τους έχουν υιοθετηθεί και από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (EMCDDA).


Αναγνωρίζοντας τη σημασία επιβαρυντικών παραγόντων που κάνουν ευάλωτο το άτομο και, αντίθετα, παραγόντων που το ενδυναμώνουν και το προστατεύουν, το κριτήριο που διαφοροποιεί τις παρεμβάσεις πρόληψης με βάση αυτή την τυπολογία είναι η ομάδα-στόχος στην οποία απευθύνεται η παρέμβαση και όχι ο στόχος ή το περιεχόμενό της. Στο πλαίσιο αυτό, η διαφοροποίηση των παρεμβάσεων πρόληψης γίνεται με βάση το βαθμό επικινδυνότητας και τις ανάγκες των ομάδων και των ατόμων στα οποία απευθύνονται.

Για περισσότερα διαβάστε εδώ:

Εγχειρίδιο για την Πρόληψη της Ουσιοεξάρτησης